Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ия η οστεολογία

См. также в других словарях:

  • οστεολογία — η (Α ὀστεολογία και ὀστολογία, ιων. τ. ὀστεολογίη) νεοελλ. ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού ερειστικού συστήματος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1. εξαγωγή οστών 2. περιγραφή τών οστών 3. πραγματεία σχετικά με τα …   Dictionary of Greek

  • οστεολογία — η μέρος της ανατομικής που μελετά τα οστά και γενικά το σκελετό, αλλ. οστεογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀστεολογίας — ὀστεολογίᾱς , ὀστεολογία extraction of bones fem acc pl ὀστεολογίᾱς , ὀστεολογία extraction of bones fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστεολογίῃ — ὀστεολογία extraction of bones fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστεολογικός — ή, ό [οστεολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεολογία …   Dictionary of Greek

  • Osteología — (Del gr. osteon, hueso + logos , ciencia.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parte de la anatomía que estudia los huesos. * * * osteología (del gr. «osteología») f. Parte de la anatomía que estudia los huesos. * * * osteología. (Del gr. ὀστεολογία) …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • οστεογραφία — η ανατ. κλάδος τής ανατομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών οστών, οστεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteography < ὀστέον / ὀστοῦν + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ.… …   Dictionary of Greek

  • οστεολόγος — ο, η (Α ὀστεολόγος, ον) νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με την οστεολογία αρχ. 1. αυτός που εξάγει οστά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεολόγον είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • οστολογία — (I) ὀστολογία, ἡ (Α) [οστολόγος] συλλογή οστών μετά την καύση τού σώματος. (II) ὀστολογία, ἡ (Α) βλ. οστεολογία …   Dictionary of Greek

  • συνοστεολογία — η, Ν μελέτη που αναφέρεται στη συνάρθρωση τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οστεολογία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»